- Τζάουλ
- ο, Νφρ. α) «εκτόνωση Τζάουλ»φυσ. αδιαβατική εκτόνωση ενός αερίου χωρίς την παραγωγή εξωτερικού έργου, εκτόνωση η οποία, στην περίπτωση ενός ιδανικού αερίου πραγματοποιείται χωρίς μεταβολή τής θερμοκρασίαςβ) «νόμος Τζάουλ»i) θερμοδυναμικός νόμος που διατυπώθηκε από τον Τζάουλ και σύμφωνα με τον οποίο η εσωτερική ενέργεια ενός ιδανικού αερίου δεν εξαρτάται παρά μόνον από τη θερμοκρασία τουii) σχέση που διατυπώθηκε επίσης από τον Τζάουλ και περιγράφει την έκλυση θερμότητας μέσα σε έναν αγωγό ως αποτέλεσμα τής διέλευσης ηλεκτρικού ρεύματος, σχέση σύμφωνα με την οποία η θερμική αυτή ενέργεια (Q) είναι ανάλογη προς το τετράγωνο τής έντασης (i) τού ρεύματος, προς τον χρόνο (t) διέλευσής του μέσα από τον αγωγό και προς την αντίσταση (R) τού αγωγού, δηλαδή Q= i2·R·tγ) «πείραμα Τζάουλ»φυσ. πείραμα που πραγματοποιήθηκε από τον Τζάουλ για να επαληθευθεί η ισοδυναμία μηχανικού έργου και θερμότητας και για να προσδιοριστεί το μηχανικό ισοδύναμο τής θερμότηταςδ) «φαινόμενο Τζάουλ»φυσ. η θέρμανση η οποία παρατηρείται σε έναν αγωγό που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμαε) «φαινόμενο Τζάουλ-Τόμσον»φυσ. η αδιαβατική εκτόνωση ενός αερίου διά μέσου ενός πορώδους διαφράγματος ή ενός ακροφυσίου υπό σταθερή ενθαλπία, φαινόμενο το οποίο στην περίπτωση τών πραγματικών αερίων είναι δυνατόν να συνοδεύεται και από θέρμανση ή ψύξη τού αερίου, ανάλογα με τις αρχικές τιμές τής θερμοκρασίας και τής πίεσης.
Dictionary of Greek. 2013.